- ταραντισμός
- ο, Νβλ. ταραντουλισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταραντουλισμός — και ταραντισμός, ο, Ν ψυχοκινητική υστερική κρίση για την οποία παλαιότερα υπήρχε η αντίληψη ότι οφείλεται σε δάγκωμα τής αράχνης ταραντούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταραντούλα + ισμός*] … Dictionary of Greek